- βδέλλα
- (hirudo). Δακτυλιοσκώληκας της τάξης των γναθοβδελλομόρφων, γνωστός και ως β. η ιατρική. Ζει κυρίως στα στάσιμα γλυκά νερά και είναι το τυπικό παράδειγμα του παρασιτικού απομυζητικού οργανισμού. Το πρασινωπό σώμα της είναι κυλινδρικό, μαλακό, μυώδες και στερείται σμυρίγγων· περιλαμβάνει 26 μεταμερίδια, αλλά εξωτερικά φαίνεται διαιρεμένο σε περίπου εκατό κυκλικά τμήματα (δακτυλίους), τα οποία στην πραγματικότητα είναι αναδιπλώσεις του μυοδέρματος. Στη β. λείπουν τα όργανα για τη μετακίνησή της και αλλάζει θέση με κυματοειδείς κινήσεις του σώματος.
Καθένα από τα δύο άκρα της είναι εφοδιασμένο με έναν μυζητήρα· ο πίσω τη βοηθάει να συγκρατείται στα διάφορα ξένα σώματα, ενώ ο μπροστινός χρησιμεύει για να προσκολλάται στα ζώα, από τα οποία απομυζά το αίμα. Στο κέντρο του μπροστινού μυζητήρα βρίσκεται το στόμα, με τρία πριονωτά δόντια στο βάθος, που διατρυπούν το δέρμα των ζώων στα οποία παρασιτεί. Στην αναρρόφηση του αίματος βοηθά ο μυώδης φάρυγγας, που αποτελεί συνέχεια του στόματος. Μετά τον φάρυγγα ακολουθούν ο λεπτός οισοφάγος και το στομάχι με δέκα ζεύγη σακοειδών πλευρικών εκπτυχώσεων, μέσα στις οποίες παραμένει αποθηκευμένο το αίμα, μέχρις ότου αφομοιωθεί, διάστημα που μπορεί να διαρκέσει μερικές εβδομάδες.
Η β., όπως και οι άλλοι βδελλοειδείς, είναι ερμαφρόδιτη· τα γονιμοποιημένα αβγά, 9 έως 11, παραμένουν (έως ότου εκκολαφθούν) μέσα σε ειδικό βομβύκιο κατασκευασμένο από εκκρίματα αδένων, οι οποίοι βρίσκονται στους μεταμερείς δακτυλίους. Στο παρελθόν, οι β. χρησιμοποιούνταν στην ιατρική για αφαιμάξεις και η εκτροφή τους είχε μεγάλη ανάπτυξη, κυρίως στην Ουγγαρία και την Τουρκία. Ένα όμοιο βδελλοειδές είναι η β. της φοράδας που ζει σε βαλτόνερα του Νείλου και προσκολλάται στον βλεννογόνο του στόματος και της μύτης των ζώων τη στιγμή που πίνουν νερό.
Η βδέλλα, η οποία στο παρελθόν είχε χρησιμοποιηθεί πάρα πολύ για αφαιμάξεις: 1. στοματικός μυζητήρας 2. οπίσθιος μυζητήρας 3. φάρυγγας 4. οισοφάγος 5. στόμαχος με πλευρικές εκπτυχώσεις 6. έντερο 7. νεφρίδια
* * *και αβδέλλα, η (AM βδέλλα)1. υδρόβιο σκουλήκι το οποίο χρησιμοποιούσαν για θεραπευτικές αφαιμάξεις, βδέλλα η ιατρική2. μικρό, πλατύ σκουλήκι, βδέλλα των πηγών, το οποίο ζει ως παράσιτο στον φάρυγγα, αν καταποθεί μαζί με το νερό3. φρ. «μου ρουφά το αίμα σαν βδέλλα» — με εκμεταλλεύεται ή με βασανίζει(πρβλ. «Ἔρως ἀνιηρέ, τί μευ μέλαν ἐκ χροὸς αἷμα ἐμφὺς ὡς λιμνᾱτις ἅπαν ἐκ βδέλλα πέπωκας;» Έρωτα σκληρέ, γιατί κόλλησες και ρούφηξες απ' το κορμί μου όλο το αίμα σαν βδέλλα της λίμνης; Θεόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βδέλλα σχηματίστηκε είτε από την απαθή βαθμίδα τής ρίζας *bdel- «βυζαίνω, θηλάζω» + (επίθημα) –yă ή -y∂2 είτε από ένα άγνωστο ριζικό όνομα. Ο τ. αβδέλλα με α- προθεματικό].
Dictionary of Greek. 2013.